συμφιλόλογος

συμφιλόλογος
ὁ, Α
συσπουδαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + φιλόλογος «αυτός που σπουδάζει τη φιλολογία»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συμφιλολογώ — έω, Α [συμφιλόλογος] ασχολούμαι και εγώ με τη φιλολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”